Το φτερούγισμα στην καρδιά ή αίσθημα παλμών αποτελεί μία από τις συνηθέστερες αιτίες προσέλευσης στον καρδιολόγο. Το άτομο μπορεί να αισθάνεται την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα, έντονα, άρρυθμα ή να χάνει κάποιους παλμούς. Αν και στις περισσότερες φορές προκαλείται από καλοήθη αίτια, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να οφείλεται και να αποτελεί προειδοποιητικό σημείο επικίνδυνων για την ζωή αρρυθμιών.
Νευροψυχιατρικές διαταραχές όπως κρίσεις πανικού, αγχώδεις διαταραχές και η κατάθλιψη μπορεί να προκαλέσουν φτερουγίσματα στην καρδιά καθώς και φάρμακα (όπως συμπαθομιμητικά , αντιχολινεργικά και αγγειοδιασταλτικά) και διάφορες ουσίες είτε νόμιμες (νικοτίνη, καφεΐνη) είτε παράνομες (αμφεταμίνες, κοκαΐνη). Παρόμοια συμπτωματολογία μπορεί να προκληθεί σε διάφορες μεταβολικές διαταραχές όπως σε υπογλυκαιμία, στο φαιοχρωμοκύτωμα και στην θυρεοτοξίκωση αλλά και σε φυσιολογικές καταστάσεις όπως κατά την υπερέκκριση κατεχολαμινών (καταστάσεις στρες , σωματική άσκηση) καθώς και σε περιπτώσεις με φυσιολογική αύξηση της καρδιακής παροχής από το οργανισμό (εγκυμοσύνη, αναιμία, πυρετός).
Εκείνο όμως που ανησυχεί ιδιαίτερα τόσο τον ασθενή όσο και τον ιατρό είναι κατά πόσον το αίσθημα παλμών προέρχεται από καρδιολογική αιτία και ποια είναι αυτή. Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες καρδιακή αιτιολογία σε ασθενείς με αίσθημα παλμών ανευρίσκεται περίπου στο 40% αυτών και η οποία λόγω της δυνητικής σοβαρότητας και επικινδυνότητας της θα πρέπει να αναγνωριστεί και να αντιμετωπιστεί.
Ένα ευρύ φάσμα αιτιών μπορεί να προκαλέσει αίσθημα παλμών. Οποιαδήποτε πρακτικά αρρυθμία όπως η κολπική μαρμαρυγή, οι έκτακτες κοιλιακές και υπερκοιλιακές συστολές, ακόμα και η αλλαγή στη συνήθη καρδιακή συχνότητα του ατόμου μπορεί να οδηγήσει στην πρόκληση των συμπτωμάτων. Οι μυοκαρδιοπάθειες (παθήσεις που αφορούν πρωταρχικά το μυοκάρδιο), οι βαλβιδοπάθειες (κυρίως αυτές που αφορούν την μιτροειδή βαλβίδα) το σύνδρομό του βηματοδότη και το μύξωμα του αριστερού κόλπου (μορφή καρδιακού όγκου) αποτελούν ορισμένες άλλες καρδιακές νοσολογικές οντότητες που μπορεί να προκαλέσουν φτερουγίσματα στην καρδιά.
Η διαγνωστική προσπέλαση των ατόμων με φτερουγίσματα στην καρδία περιλαμβάνει σε αρχική φάση τη λήψη ενός λεπτομερούς ιστορικού και την πραγματοποίηση μιας πλήρους κλινικής εξέτασης. Παράγοντες όπως το ανδρικό φύλο, η περιγραφή ακανόνιστης – άρρυθμης καρδιακής συχνότητας από τον ασθενή, η διάρκεια των συμπτωμάτων άνω των πέντε λεπτών και το γνωστό ιστορικό καρδιοπάθειας αποτελούν παράγοντες που αυξάνουν την πιθανότητα τα φτερουγίσματα να οφείλονται σε καρδιακή νόσο. Η ακριβής περιγραφή της συμπτωματολογίας (π.χ. τρόπος έναρξης και διακοπής), η εμφάνιση των συμπτωμάτων κατά τη διάρκεια της άσκησης, η συσχέτιση τους με λιποθυμικό ή προλιποθυμικό επεισόδιο, η συνύπαρξη άλλων ιατρικών προβλημάτων που μπορεί να προκαλέσουν παρόμοια συμπτώματα, η λήψη φαρμάκων η παράνομων ουσιών ακόμα και η εμφάνιση του φτερουγίσματος κατά τη λήψη συγκεκριμένων θέσεων του σώματος αποτελούν πολύτιμες πληροφορίες κατά τη λήψη του ιστορικού που μπορεί να κατευθύνουν προς την σωστή διαφορική διάγνωση.
Παρά την αδιαμφισβήτητη αξία της κλινικής εξέτασης, στις περισσότερες περιπτώσεις η πραγματοποίηση κάποιων παρακλινικών δοκιμασιών καθίσταται απαραίτητη. Το απλό ηλεκτροκαρδιογράφημα και το υπερηχογράφημα καρδίας δίδουν πολύτιμες πληροφορίες για την παρουσία δομικής καρδιοπάθειας ή ηλεκτρικών διαταραχών που μπορούν να προκαλέσουν τα συμπτώματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί η διενέργεια δοκιμασίας κοπώσεως με σκοπό την αναπαραγωγή και έτσι ταυτοποίηση τυχών αρρυθμίας κατά τη διάρκειας της άσκησης.
Σημαντικό εργαλείο για την διαφορική διάγνωση αποτελεί η εφαρμογή 24ωρης (ή και περισσότερο ανάλογα με τις δυνατότητες της συσκευής) καταγραφής του καρδιακού ρυθμού (Holter ρυθμού). Στον ασθενή τοποθετούνται ηλεκτρόδια (όπως αυτά του καρδιογραφήματος) τα οποία συνδέονται με μια μικρή συσκευή η οποία τοποθετείται σε μια ζώνη πάνω στον ασθενή. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η εφαρμογή μιας τέτοιας συσκευής μπορεί να μην αποκαλύψει την παρουσία αρρυθμιών όταν αυτές εμφανίζονται σε σπανιότερα χρονικά διαστήματα. Στην περίπτωση αυτή χρήσιμή αποδεικνύεται η προσωρινή εμφύτευση ειδικής συσκευής (Implantable Loop Recorder -ILR) η οποία τοποθετείται με μικρή χειρουργική τομή στο υποδόριο του ασθενούς και παραμένει για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.
Η αντιμετώπιση εξαρτάται από την αιτία που προκαλεί τα φτερουγίσματα και μπορεί να ποικίλει από απλό καθησυχασμό του ασθενούς, χορήγηση φαρμάκων ή ακόμα και τη πραγματοποίηση ηλεκτροφυσιολογικής μελέτης.
Συμπερασματικά, αν και στην πλειονότητα των περιπτώσεων τα φτερουγίσματα στην καρδία έχουν καλοήθη πρόγνωση(ακόμα και αν προκαλούνται από καρδιακή αιτία) , σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να υποκρύπτουν ακόμα και δυνητικά θανατηφόρες καταστάσεις. Καθίσταται επομένως επιτατική η ανάγκη για πλήρη διαλεύκανση , διαφορική διάγνωση και κατάλληλη αντιμετώπιση σε κάθε ασθενή με παρόμοια συμπτωματολογία.