Συγκοπή: Γιατί χάνουμε τις αισθήσεις μας;

Ο όρος συγκοπή (κοινώς γνωστός ως λιποθυμία) αναφέρεται στην ξαφνική και πλήρη απώλεια της συνείδησης ακολουθούμενη από ταχεία και πλήρη ανάνηψη. Εάν υπάρχουν συμπτώματα ζάλης ή σκοτοδίνης χωρίς απώλεια των αισθήσεων αυτό ονομάζεται προσυγκοπή. 

Η συγκοπή δεν πρέπει να συγχέεται με την καρδιακή ανακοπή. Ένα άτομο με καρδιακή ανακοπή επίσης χάνει ξαφνικά τις αισθήσεις του αλλά χωρίς άμεση ιατρική φροντίδα θα καταλήξει. Εν αντιθέσει το άτομο με συγκοπή ανανήπτει γρήγορα και σχεδόν πάντα χωρίς καμία θεραπευτική παρέμβαση.

Υπολογίζεται ότι το ένα τρίτο των ανθρώπων θα βιώσουν τουλάχιστον ένα επεισόδιο συγκοπής κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Στους περισσότερους από αυτούς δεν σχετίζεται με κάποια υποκείμενη πάθηση και έχει καλοήθη πρόγνωση. Παρόλα αυτά κατά τη διάρκεια ενός συγκοπτικού επεισοδίου μπορεί να προκύψουν τραυματισμοί, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις και ειδικά σε άτομα με προϋπάρχοντα καρδιακά προβλήματα μπορεί να αποτελεί προειδοποιητικό σημείο επικείμενης καρδιακής ανακοπής ή να υποκρύπτει σοβαρή υποκείμενη νόσο. Για αυτούς τους λόγους κάθε άτομο που έχει βιώσει συγκοπτικό επεισόδιο θα πρέπει να αναζητήσει ιατρική βοήθεια.

Η διατήρηση της συνείδησης μας οφείλεται στο ότι η καρδία παρέχει πλούσιο σε οξυγόνο αίμα στον εγκέφαλο. Εάν για κάποιο λόγο αυτή η συνεχής και αδιάλειπτη παροχή αίματος διαταραχθεί (ακόμα και για βραχεία χρονική περίοδο) τότε επισυμβαίνει απώλεια της συνείδησης και συγκοπή.

Ποια είναι τα συνηθέστερα αίτια που μπορεί να οδηγήσουν σε συγκοπή ;

Αγγειοπαρασυμπαθητική ή Νευροκαρδιογενής Συγκοπή: Παρά το περίπλοκο όνομα πρόκειται για την κοινή λιποθυμία. Συχνά προκαλείται από έντονη συγκινησιακή φόρτιση σε ερεθίσματα όπως ο φόβος , ο πόνος και η θέα του αίματος. Άλλοτε προκαλείται λόγω αφύσικης ανταπόκρισης του νευρικού συστήματος κατά την ούρηση , την αφόδευση ή κατά τον έντονο βήχα ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δεν αναγνωρίζεται σαφής προκλητικός παράγοντας. Κατά την κοινή λιποθυμία η καρδιακή συχνότητα ελαττώνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα και τα αγγεία διαστέλλονται. Το αίμα λιμνάζει έτσι στα πόδια και η αρτηριακή πίεση ελαττώνεται σημαντικά προκαλώντας μείωση της ροής αίματος στον εγκέφαλο. Της λιποθυμίας συνήθως προηγούνται συμπτώματα όπως ζάλη , ναυτία, θόλωση της όρασης και εφίδρωση.

Διαταραχές του καρδιακού ρυθμού (αρρυθμίες): Τόσοη μείωση των καρδιακών παλμών (Βραδυκαρδία – Βραδυαρρυθμία) όσο και η μεγάλη αύξηση (Ταχυκαρδία – Ταχυαρρυθμία) μπορούν να διαταράξουν την ομαλή παροχή αίματος προς τον εγκέφαλο και να προκαλέσουν συγκοπή. Η επίδραση αυτή είναι ακόμα εντονότερη σε άτομα με προϋπάρχοντα καρδιακά προβλήματα όπως σε καρδιακή ανεπάρκεια. Στις περιπτώσεις αυτές πριν από το λιποθυμικό επεισόδιο το άτομο μπορεί να αισθάνεται την καρδία του να χτυπάει γρήγορα, έντονα, άρρυθμα ή να χάνει κάποιους παλμούς.

Απόφραξη της εξόδου του αίματος από την καρδιά: Οι δυο συνηθέστερες δομικές παθήσεις της καρδίας που μπορεί να προκαλέσουν το φαινόμενο αυτό είναι η υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια και η στένωση της αορτικής βαλβίδας. Κοινή συνισταμένη των δυο αυτών καταστάσεων είναι η παρεμπόδιση του αίματος κατά την έξοδο από την καρδιακή κοιλότητα προς την αορτή (και από εκεί στα υπόλοιπα όργανα και φυσικά στον εγκέφαλο).

Ορθοστατική Υπόταση: Πρόκειται για ελάττωση της αρτηριακής πίεσης κατά την αλλαγή της θέσης ενός ατόμου από την κατακεκλιμένη στην όρθια ή την καθιστή θέση.  Η πτώση της πίεσης που προκαλείται και η ελάττωση έτσι της εγκεφαλικής ροής αίματος στον εγκέφαλο μπορούν να οδηγήσουν σε συγκοπή. Διάφορες καταστάσεις μπορούν να προκαλέσουν ορθοστατική υπόταση όπως η απώλεια αίματος και η αφυδάτωση, φάρμακα (αντιυπερτασικά, αντικαταθλιπτικά, κ.α.), νοσήματα που προσβάλλουν το νευρικό σύστημα (όπως η νόσος Parkinson, η νευροπάθεια που παρατηρείται στο σακχαρώδη διαβήτη), η υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος και το σύνδρομο του υπερευαίσθητου καρωτιδικού κόλπου. Στο τελευταίο κατά την πίεση των καρωτίδων (οι μεγάλες αρτηρίες που βρίσκονται στο λαιμό μας και αιματώνουν τον εγκέφαλο) εκλύεται ένα αντανακλαστικό το οποίο χαρακτηρίζεται από βραδυκαρδία και υπόταση προκαλώντας έτσι απώλεια των αισθήσεων.

Τι πρέπει να κάνουμε σε περίπτωση που ένα άτομο λιποθυμήσει;

Εάν το αντιληφθούμε εκ τον προτέρων ότι επίκειται λιποθυμικό επεισόδιο σε άτομο που βρίσκεται κοντά μας αρχικά θα πρέπει να το συγκρατήσουμε και να το τοποθετήσουμε σε ύπτια (ξαπλωτή) θέση ώστε να αποφευχθεί τυχόν τραυματισμός από την πτώση. Εν συνεχεία να ελέγξουμε ότι αναπνέει κανονικά και να ανασηκώσουμε τα πόδια σε ψηλότερο σημείο από το υπόλοιπο σώμα. Συνήθως σε μερικά δευτερόλεπτα, το άτομο ανακτά τις αισθήσεις του . Μετά την αυτόματη ανάνηψη συστήνεται η παραμονή για 10-15 λεπτά σε ήσυχο και δροσερό περιβάλλον σε ύπτια θέση. Εάν δεν επέλθει αυτόματη ανάνηψη θα πρέπει να ελέγξουμε αν υπάρχει καρδιακός σφυγμός. Εάν δεν υπάρχει σφυγμός τότε δεν πρόκειται για συγκοπή (λιποθυμία) αλλά για καρδιακή ανακοπή και θα πρέπει να αρχίσει άμεσα καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση.

Σε ποιες εξετάσεις πρέπει να υποβληθεί ένα άτομο που βίωσε συγκοπτικό επεισόδιο;

Το ιατρικό ιστορικό παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαγνωστική προσπέλαση ενός ατόμου με συγκοπτικό επεισόδιο. Για παράδειγμα η παρουσία πρόδρομων συμπτωμάτων όπως ναυτία και εφίδρωση καθιστούν πιο πιθανή ως αιτία την αγγειοπαρασυμπαθητική συγκοπή (κοινή λιποθυμία). Εν αντίθεση η ξαφνική απώλεια των αισθήσεων χωρίς πρόδρομα συμπτώματα ή η εμφάνιση της λιποθυμίας κατά τη διάρκεια σωματικής άσκησης στρέφουν τη διάγνωση προς καρδιολογικές καταστάσεις.  

Η κλινική εξέταση, αναλόγως τον ευρημάτων, μπορεί επίσης να κατευθύνει τη διάγνωση προς συγκεκριμένες καταστάσεις. 

Παρά την αδιαμφισβήτητη αξία του ιστορικού και της κλινικής εξέτασης, στις περισσότερες περιπτώσεις η πραγματοποίηση κάποιων παρακλινικών δοκιμασιών καθίσταται απαραίτητη. Το ηλεκτροκαρδιογράφημα και το υπερηχογράφημα καρδίας δίδουν πολύτιμες πληροφορίες για την παρουσία δομικής καρδιοπάθειας ή ηλεκτρικών διαταραχών που μπορούν να προκαλέσουν τα συγκοπτικά επεισόδια. Στις περιπτώσεις όπου συγκοπή εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της άσκησης μπορεί να απαιτηθεί η διενέργεια δοκιμασίας κοπώσεως με σκοπό την αναπαραγωγή και ταυτοποίηση τυχών αρρυθμιών κατά την άσκηση.  Σημαντικό εργαλείο για την διαφορική διάγνωση αποτελεί η εφαρμογή 24ωρης(ή και περισσότερο ανάλογα με τις δυνατότητες της συσκευής) καταγραφής του καρδιακού ρυθμού (Holter ρυθμού). Στον ασθενή τοποθετούνται ηλεκτρόδια (όπως αυτά του καρδιογραφήματος) τα οποία συνδέονται με μια μικρή συσκευή η οποία τοποθετείται σε μια ζώνη πάνω στον ασθενή. Άλλη παρακλινική εξέταση που μπορεί να διενεργηθεί είναι η δοκιμασία ανάκλισης (Tilt Table Test). Κατά τη δοκιμασία αυτή ο ασθενής ξαπλώνει σε ειδική κλίνη και το σώμα του συγκρατείται με τη βοήθεια ιμάντων. Η κλίνη αλλάζει κλίση σε διάφορες γωνίες, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χορηγηθούν αγγειοδραστικά φάρμακα είτε με υπογλώσσιο ψεκασμό είτε ενδοφλέβια. Ανάλογα με την αντίδραση της αρτηριακής πίεσης και του καρδιακού ρυθμού του ασθενούς (που παρακολουθούνται στενά καθόλη τη διάρκεια της δοκιμασίας) καθώς και την αναπαραγωγή των συμπτωμάτων μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για την αιτία που προκαλεί τα συγκοπτικά επεισόδιά.

Ποιες είναι οι πιθανές θεραπευτικές παρεμβάσεις ;  

Η θεραπεία εξαρτάται από την υποκείμενη αιτία. Στις περιπτώσεις της αγγειοπαρασυμπαθητικής συγκοπής (κοινής λιποθυμίας) τα άτομα ενημερώνονται για κάποια γενικά μέτρα που βοηθούν στην πρόληψη των επεισοδίων όπως η καλή ενυδάτωση , η αποφυγή παρατεταμένης ορθοστασίας και άλλων καταστάσεων που μπορεί να πυροδοτήσουν τα επεισόδια (θέα αίματος, έντονος φόβος, ούρηση σε όρθια θέση). Επιπλέον εκπαιδεύονται σε ειδικές ισομετρικές ασκήσεις για αποφυγή επικείμενης απώλειας συνείδησης μετά από την εμφάνιση προειδοποιητικών συμπτωμάτων (όπως σταύρωμα των ποδιών και ισομετρική σύσπαση (σφίξιμο) των μυών στα πόδια. τράβηγμα των χεριών με δύναμη προς αντίθετες κατευθύνσεις ενώ τα δάκτυλα παραμένουν «δεμένα» μεταξύ τους κ.α.). Στις περιπτώσεις που διαπιστωθεί υποκείμενη καρδιολογική αιτία η θεραπεία στοχεύει προς αυτή και μπορεί να αφορά είτε φαρμακευτική αγωγή (π.χ. αντιαρρυθμικά) είτε τοποθέτηση βηματοδότη ή απινιδωτή ή ακόμα και χειρουργική επέμβαση (π.χ. σε σοβαρή στένωση της αορτικής βαλβίδας).